- καλαμεών
- κᾰλᾰμ-εών, ῶνος, ὁ,A = καλαμών, condemned by Phryn. 144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμεών — καλαμεών, ὁ (Α) βλ. καλαμιώνας … Dictionary of Greek
καλαμεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμεώνων — καλαμεών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμιός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 21 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 76 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. * * * καλαμιός, ὁ (Μ) τόπος κατάφυτος από… … Dictionary of Greek
καλαμιώνας — ο (Μ καλαμιών) [καλαμεών] έκταση ή τόπος γεμάτος από καλάμια νεοελλ. συστάδα από καλάμια … Dictionary of Greek